- θαυματολογία
- θαυματολογία, ἡ (Α) [θαυματολόγος]1. θαυμαστός λόγος, τερατολογία2. συλλογή θαυμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek